Σκουληκαριά

Σκουληκαριά
Ορεινός οικισμός (381 κάτ., υψόμ. 800 μ.), στην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (20 τ. χλμ., 581 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, η Αγία Παρασκευή (80 κάτ., υψόμ. 940 μ.) και το Γιαννιώτικο (120 κάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη …   Dictionary of Greek

  • ΕΔΕΣ — (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Πολιτική και στρατιωτική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε κατά την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1941, αλλά ουσιαστικά η ίδρυσή της πρέπει να τοποθετηθεί στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου …   Dictionary of Greek

  • Μπακόλας, Γώγος — (18ος 19ος αι.). Ονομαστός αρματολός της δυτικής Στερεάς, από τη Σκουληκαριά της Άρτας, πρώτος εξάδελφος της μητέρας του Καραϊσκάκη. Η δράση του αρχίζει από τους πρώτους επιτυχείς αγώνες των οπλαρχηγών της Ρούμελης για να ανακόψουν στο Μακρυνόρος …   Dictionary of Greek

  • Τσέλιος, Δήμος — (Ζαβίτσα Ακαρνανίας 1785 – Αγρίνιο 1854). Στρατηγός του 1821, ο οποίος είναι γνωστός και με το όνομα Γεροδήμος ή Δημοτσέλιος. Πριν από την Επανάσταση ήταν κλεφταρματολός και σχετιζόταν με τον Κατσαντώνη. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη αναδείχθηκε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”