καραϊσκάκης — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Γεώργιος (Μαυρομάτι Καρδίτσας 1782 – Φάληρο 1827). Από άγνωστο πατέρα και μητέρα καλόγρια, κατατάχθηκε μικρός στα σώματα αρματολών των Αγράφων, όπου ξεχώρισε για την παλικαριά και την εξυπνάδα του. Στη … Dictionary of Greek
ΕΔΕΣ — (Εθνικός Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος). Πολιτική και στρατιωτική αντιστασιακή οργάνωση, που έδρασε κατά την περίοδο της Κατοχής. Ιδρύθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου 1941, αλλά ουσιαστικά η ίδρυσή της πρέπει να τοποθετηθεί στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου … Dictionary of Greek
Μπακόλας, Γώγος — (18ος 19ος αι.). Ονομαστός αρματολός της δυτικής Στερεάς, από τη Σκουληκαριά της Άρτας, πρώτος εξάδελφος της μητέρας του Καραϊσκάκη. Η δράση του αρχίζει από τους πρώτους επιτυχείς αγώνες των οπλαρχηγών της Ρούμελης για να ανακόψουν στο Μακρυνόρος … Dictionary of Greek
Τσέλιος, Δήμος — (Ζαβίτσα Ακαρνανίας 1785 – Αγρίνιο 1854). Στρατηγός του 1821, ο οποίος είναι γνωστός και με το όνομα Γεροδήμος ή Δημοτσέλιος. Πριν από την Επανάσταση ήταν κλεφταρματολός και σχετιζόταν με τον Κατσαντώνη. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη αναδείχθηκε … Dictionary of Greek